λίμπο

λίμπο
(I)
το
ναυτ. προσωρινό ξεφόρτωμα ενός μέρους τού φορτίου πλοίου με σκοπό την ελάττωση τού βυθίσματος, προκειμένου να διέλθει αυτό από αβαθή θάλασσα ή από ποτάμια διάβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. limbo «φορτίο πλοίου»].
————————
(II)
το
είδος παραδοσιακού χορού τών Δυτικών Ινδιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λίμπα — (I) το (ξυλολ.) διεθνής κοινή ονομασία ξύλου εξαιρετικής ποιότητας, που παράγεται από το δέντρο Terminalia superba. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. limba, πιθ. < εθνικό όνομα τής δυτικής Αφρικής]. (II) επίρρ. άνω κάτω («τά… …   Dictionary of Greek

  • Στζαμπό, Λαστζλό — (Szabo). Ούγγρος δοκιμιογράφος, διηγηματογράφος και ποιητής Koλοτζβάρ, σήμερα Κλούι 1905). Πριν από το B’ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν διευθυντής των λογοτεχνικών εκπομπών του ουγγρικού ραδιόφωνου και υπεύθυνος για την υψηλή απόδοση των λογοτεχνικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”